- τσεκάπ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., ιατρικός έλεγχος –με κατάλληλα όργανα και αναλύσεις– της σωματικής υγείας κάποιου ατόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.